τεντυμπόης

τεντυμπόης
και τεντιμπόης, ο, θηλ. τεντυμπόισσα και τεντιμπόισσα, Ν
νεαρό άτομο με έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά ιδιάζουσας θρασύτητας και βιαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teddy boy < Teddy χαϊδευτικό τού Edward + boy «αγόρι». Έτσι ονομάστηκαν οι νεαροί 'Αγγλοι που ακολουθούσαν την εδουαρδιανή μόδα στο ντύσιμο, δηλ. φορούσαν μακριά και στενά κουστούμια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεντιμπόης — ο, Ν βλ. τεντυμπόης …   Dictionary of Greek

  • τεντυμποϊσμός — και τεντιμποϊσμός ο, Ν 1. η ιδιότητα τού τεντυμπόη, περιθωριακή, ασυμβατική, παραβατική και βίαιη συμπεριφορά νεαρών αμφισβητιών τής δεκαετίας τού 1950 2. φρ. «νόμος περί τεντυμποϊσμού» (νομ.) ο νόμος 4.000/1959 «περί καταστολής τινών αξιοποίνων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”