- τεντυμπόης
- και τεντιμπόης, ο, θηλ. τεντυμπόισσα και τεντιμπόισσα, Ννεαρό άτομο με έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά ιδιάζουσας θρασύτητας και βιαιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teddy boy < Teddy χαϊδευτικό τού Edward + boy «αγόρι». Έτσι ονομάστηκαν οι νεαροί 'Αγγλοι που ακολουθούσαν την εδουαρδιανή μόδα στο ντύσιμο, δηλ. φορούσαν μακριά και στενά κουστούμια].
Dictionary of Greek. 2013.